αιδοιωδης

αιδοιωδης
    αἰδοιώδης
    αἰδοι-ώδης
    2
    похожий на половой орган Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αιδοιωδης" в других словарях:

  • αιδοιώδης — αἰδοιώδης, ες (Α) [aἰδοῑον] ο όμοιος με αιδοίο …   Dictionary of Greek

  • αἰδοιώδη — αἰδοιώδης like the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰδοιώδης like the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰδοιώδης like the masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰδοιῶδες — αἰδοιώδης like the masc/fem voc sg αἰδοιώδης like the neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιδοίο — Τα γεννητικά όργανα της γυναίκας. Περιλαμβάνει τα εξωτερικά γεννητικά της όργανα, δηλαδή το εφηβαίο ή όρος της Αφροδίτης, τα μεγάλα και τα μικρά χείλη (ή νύμφες), μεταξύ των οποίων βρίσκεται ο πρόδομος, η κλειτορίδα, το έξω στόμιο της ουρήθρας,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»